- ἐπιδίφρια
- ἐπιδίφριοςon the carneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδίφριος — ἐπιδίφριος, ον (AM) αυτός που κάθεται σε σκαμνί την ώρα τής δουλειάς του, τεχνίτης, εργάτης μσν. χυδαίος, αγενής αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον δίφρο («ἐπιδίφρια δῶρα») 2. φρ. «τέχνη ἐπιδίφριος» χειρωνακτικό, καθιστικό επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek